προτυχον

προτυχον
    προτυχόν
    προ-τῠχόν
    τό первое попавшееся, первая встречная вещь Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προτυχον" в других словарях:

  • προτυχόν — προτυγχάνω happen aor part act masc voc sg προτυγχάνω happen aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστεύω — (Α μαστεύω και ματεύω) ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατα αρχ. 1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.) 2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • προτυγχάνω — Α [τυγχάνω] 1. συμβαίνω, γίνομαι εκ τών προτέρων («δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευσε δοῡναι», Πίνδ.) 2. επιτυγχάνω πρώτος ή πρωτύτερα («ἐς τὰς φυλὰς ὅμοια τοῑς προτυχοῡσιν, ἕκαστοι κατελέγοντο», Αππ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»